κάντε κλικ εδώ
Κάποτε ήταν στα αζήτητα. Ξεχασμένοι στους θαλάμους ψυχιατρείων, εκεί όπου η όψη τους δεν θα δοκίμαζε τα φοβικά σύνδρομα της άγνοιας. Επειτα από χρόνια εγκλεισμού, αρκετοί επέστρεψαν στην κοινωνία. Σήμερα έχουν γείτονες, δουλειές και φίλους. Οι σκέψεις τους δεν είναι η μόνη τους συντροφιά.
Το περιβόλι τους βρίσκεται εκεί όπου ο Παρνασσός ανταμώνει την Γκιώνα. Είκοσι λεπτά ποδαρόδρομος από το κέντρο της Αμφισσας, σε μια πλαγιά που μυρίζει χαμομήλι. Οκτώ άντρες τσαπίζουν τη γη, κουρεύουν τα αγριόχορτα, ποτίζουν τις καλλιέργειές τους. Κάθε τόσο σταματούν. Στέκουν ασάλευτοι. Ταξιδεύουν στους λαβυρίνθους του νου. Ενας θυμάται κάποιο παλιό, δημοτικό τραγούδι: «Πάν' τα νιάτα/ Πάν' τα νιάτα/ Τα 'φαγε μια μαυρομάτα/ Μαυρομάτα, μαυρομάτα/ Ομορφη και διπλωμάτα/ Συ μου μάρανες τα νιάτα». Φορά λευκό καπέλο, μπλε ζακέτα και έχει ανεβάσει το παντελόνι της φόρμας του αρκετά πιο πάνω από τη μέση. Τον λένε Θανάση και ένα μεγάλο μέρος της ζωής του το πέρασε στο ψυχιατρείο της Λέρου.
Μετρά είκοσι χρόνια στο χωράφι, στην Αμφισσα, στη νέα του ζωή. Από εδώ, τον τόπο καταγωγής του, ξεκίνησε - για πρώτη φορά στην Ελλάδα - το 1981 ο ψυχίατρος Παναγιώτης Σακελλαρόπουλος την αποασυλοποίηση των ψυχικά ασθενών. Πρώτο βήμα ήταν η δημιουργία μιας κινητής μονάδας που περιέθαλπε στα σπίτια τους όσους είχαν ανάγκη. Το 1984 το οικοτροφείο και τα πρώτα ημιαυτόνομα διαμερίσματα υποδέχονται τροφίμους ψυχιατρείων με σκοπό την κοινωνική τους επανένταξη. Το 1989 φτάνουν και οι πρώτοι ασθενείς από τη Λέρο. Δώδεκα στο σύνολο. Από αυτούς σήμερα ζουν οι έξι. Αλλοι πέθαναν, κάποιοι επέστρεψαν στις οικογένειές τους. Οσοι έφτασαν από το νησί ήταν από τα πιο δύσκολα περιστατικά. Για χρόνια η Λέρος συγκέντρωνε τις πιο βαριές μορφές ψυχώσεων. Τη δεκαετία του '60, μια υπογραφή του κοινοτάρχη ή η έλλειψη πολιτικού μέσου μπορούσε εύκολα να στείλει κάποιον εκεί.
Η ομάδα της Εταιρείας Κοινωνικής Ψυχιατρικής και Ψυχικής Υγείας Φωκίδας έπρεπε να τους μάθει βασικές δεξιότητες τις οποίες είχαν χάσει μέσα στο ίδρυμα. Οπως θυμάται η Αγγελική Καράμπελα, διοικητικά υπεύθυνη της εταιρείας, οι ασθενείς έτρωγαν μόνο με τα χέρια, δεν ήξεραν πώς να κοιμούνται σε κρεβάτι, ένας από αυτούς αντί να μιλάει γρύλιζε. Χρειάστηκαν τέσσερα χρόνια για να πει ξανά τις πρώτες λέξεις. Στη Λέρο κυκλοφορούσαν γυμνοί, τους είχαν χορηγηθεί υπερβολικές ποσότητες φαρμάκων και είχαν υποστεί αμέτρητα ηλεκτροσόκ. Δεν είχαν χαρτιά, ταυτότητες, ληξιαρχικές πράξεις γέννησης. Αγνωστη η ηλικία τους. Κάποιοι είχαν γεννηθεί στο ψυχιατρείο. Παιδιά ασθενών. Οι περισσότεροι είχαν μείνει στάσιμοι στο παρελθόν. Μετρούσαν ακόμα με το δράμι, έλεγαν ότι θα ψηφίσουν πολιτικούς που είχαν πεθάνει. Λες και σταμάτησε γι' αυτούς ο χρόνος όταν άνοιξαν οι πύλες του ψυχιατρείου. «Ακόμα και εμένα αν κλείσουν σε άσυλο και δεν μου δώσουν τη δυνατότητα να μιλάω ή να έχω ασχολίες, θα γίνω ένα αγρίμι» λέει η Χριστίνα Ζαχαροπούλου, η ψυχίατρος που τους παρακολουθεί στην Αμφισσα.
Σήμερα, οι ασθενείς της Λέρου μένουν μαζί με άλλους που βρίσκονταν στο Δαφνί, το Δρομοκαΐτειο ή την Τρίπολη σε ένα οικοτροφείο και σε επτά ημιαυτόνομα διαμερίσματα στην Αμφισσα. Καλλιεργούν για μία ώρα κάθε πρωί ένα κτήμα που παραχωρήθηκε από τον δήμο. Εχουν οργανωθεί σε Κοινωνικό Συνεταιρισμό Περιορισμένης Ευθύνης, όπως προβλέπεται από τον νόμο για την ψυχιατρική μεταρρύθμιση, και δουλεύουν στο «Πράσινο Σπίτι», το μοναδικό μαγαζί με βιολογικά προϊόντα που λειτουργεί στην πόλη. Σε κάθε ασθενή αντιστοιχούν δύο πρόσωπα αναφοράς (νοσηλευτές, κοινωνικοί λειτουργοί ή ψυχολόγοι). Η φαρμακευτική αγωγή έχει μειωθεί. Επισκέπτονται μουσεία και κάθε καλοκαίρι κάνουν διακοπές στη θάλασσα. Την αλλαγή τη βλέπεις στο χαμόγελό τους και τη ζωηράδα των ματιών τους. Στόχος ήταν σύμφωνα με τον κ. Σακελλαρόπουλο να «αντικατασταθούν τα δεσμά με ανθρώπινους δεσμούς».
ΤΟ ΣΠΙΤΙ. Μετά την επίσκεψη στο χωράφι ακολουθούμε την ομάδα σε ένα από τα ημιαυτόνομα διαμερίσματα. Η πόρτα του είναι ξεκλείδωτη. Ψηλοτάβανο, με τρία δωμάτια και ένα μεγάλο καθιστικό. Πέντε άνθρωποι ζουν εδώ. Ο κ. Γιάννης, ένας από τους ψυχικά ασθενείς, μας συναντά εκεί. Φτάνει με ταξί. Σπάνια δουλεύει στο χωράφι. Προτιμά να διαβάζει. Στη βιβλιοθήκη του ανάμεσα σε δεκάδες εικόνες αγίων έχει από κόμικς μέχρι λεξικό φιλοσοφικών όρων και συγγράμματα για την εξωτερική πολιτική της Κίνας. Παίζει βιολί και θαυμάζει τα έργα του Μπαχ. Οταν τον βλέπουμε, φορά σακάκι και πουκάμισο. Εχει μακριά, ανάκατα μαλλιά, λευκή γενειάδα και δύο πάνω δόντια. Η γλυκιά φωνή του τρέχει με πάθος μικρού παιδιού. «Εχουμε ψυχολόγους να μας φροντίζουν γιατί εμείς οι ψυχοπαθείς είμαστε τόσο αφηρημένοι που δεν μπορούμε να συντηρηθούμε» λέει. «Ούτε τη ζάχαρη από το τραπέζι δεν μπορούμε να καθαρίσουμε. Μας θυμίζουν όμως να πλύνουμε τα πιάτα, να απλώσουμε τα ρούχα, να μαγειρέψουμε».
Στην κουζίνα ο κ. Κώστας ετοιμάζει σπανακόρυζο. Σε έναν πίνακα ανακοινώσεων δίπλα του κρέμεται το πρόγραμμα της ημέρας με τις δουλειές του σπιτιού που θα αναλάβει κάθε συγκάτοικος. Πριν να εκδηλωθεί η νόσος ο κ. Κώστας δούλευε στη νηματουργία. Είχε γυναίκα και δύο παιδιά. Στο δωμάτιό του κρέμεται η φωτογραφία από τον γάμο τού γιου του. Οταν φεύγουμε, δίνει στην ψυχολόγο Μαρία Τσαλαπατάνη έναν ασημένιο σταυρό που αγόρασε με τα λεφτά του. «Μου θυμίζεις την κόρη μου», της λέει.
Οι υπεύθυνοι του προγράμματος προσπαθούν να φέρουν ξανά σε επαφή τους ασθενείς με τις οικογένειές τους. Δεν πετυχαίνουν πάντα. Εκτός από την απόρριψη, οι ψυχωσικοί ασθενείς αντιμετωπίζουν τα δικά τους άγχη. Ζουν διαρκώς μέσα στον φόβο. Μπορεί να νομίζουν ότι τους παρακολουθούν ή ότι τους καταδιώκουν. Στις κουβέντες που είχαμε μαζί τους ένας έλεγε ότι έκανε θαύματα. Οπως εξηγεί η κ. Ζαχαροπούλου, «μπερδεύουν το λογικό με το παράλογο, ακούν φωνές ή βλέπουν πράγματα που δεν υπάρχουν.
Εχουν μια γενετική προδιάθεση στη νόσο και την εκδηλώνουν συνήθως έπειτα από έντονα ψυχοτραυματικά γεγονότα στην εφηβεία ή τον στρατό».
Περίπου 30.000 Ελληνες πάσχουν από σχιζοφρένεια. Ωστόσο, παρά τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις που λαμβάνει η χώρα από το 1984 η ψυχιατρική μεταρρύθμιση δεν έχει προχωρήσει όσο θα έπρεπε.
Ο κ. Σακελλαρόπουλος λέει ότι τα περισσότερα κέντρα ψυχικής υγείας που λειτουργούν σήμερα είναι υποστελεχωμένα. «Μπορεί στο Δαφνί να μειώθηκαν οι ασθενείς κατά 30%, παράλληλα όμως αυξήθηκαν οι ιδιωτικές κλινικές. Το κόστος του σχιζοφρενούς μεταφέρθηκε από την ευθύνη του Δημοσίου στις οικονομικές δυνατότητες των οικογενειών». Στην Αμφισσα, η περίθαλψη κάθε ασθενούς που ζει σε προστατευόμενα διαμερίσματα κοστίζει, σύμφωνα με τον κ. Σακελλαρόπουλο, 105 ευρώ την ημέρα. Η χρηματοδότηση της δομής γίνεται από την Πολιτεία.